- λιάζομαι
- λιάζομαι (Α)1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.)2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ' ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ.β. «ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)3. (για φάντασμα) εξαφανίζομαι («παρὰ κληῗδα λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων», Ομ. Οδ.)4. επισπεύδω, τρέχω προς το μέρος κάποιου («ἐλιάσθην πρός σε» Ευρ.)5. παρεκτρέπομαι από τον ορθό δρόμο6. πέφτω (α. «ἐλιάσθη ἐν γῇ», Μόσχ.β. «σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν»·, Ομ. Ιλ.)7. (ενεργ. μόνο στον παρατ.) λίαζονχαλαρώνω, λύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. λιάζομαι πρέπει να είναι δευτερογενής, σχηματισμένος από το θ. τού παθ. αορίστου λια-σ-θήναι (με ετυμολογικά ανερμήνευτο -σ-) ενός αρχαϊκού ενεστ. με έρρινο ένθημα λίναμαι* «(εκ)τρέπομαι», γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Ο τ. λίναμαι συνδέεται με αρχ. ινδ. lināti «εξαφανίζομαι», γοτθ. al-linnan «αποσύρομαι» και αρχ. άνω γερμ. bi-linnan «ενδίδω, υποκύπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.